- στοιχειωδῶς
- στοιχειώδηςelementaryadverbial (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στοιχειώδης — ες / στοιχειώδης, ῶδες ΝΑ [στοιχεῑον] αυτός που αποτελεί την πρώτη βάση, τα πρώτα στοιχεία, βασικός, θεμελιώδης (α. «η ελευθερία τού ατόμου είναι στοιχειώδες δικαίωμα» β. «στοιχειωδέστατον πάντων γῆ», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. αυτός που απαιτείται ή… … Dictionary of Greek
ιδιωτεία — Μεγάλου βαθμού νοητική καθυστέρηση (δείκτης νοημοσύνης έως 20). Η διαφοροδιάγνωσή της από την αμέσως προηγούμενη σε σοβαρότητα ηλιθιότητα είναι δύσκολη. Προκαλείται από διάφορες αιτίες –κληρονομικές ή συγγενείς– ή είναι το αποτέλεσμα των παθήσεων … Dictionary of Greek
στοιχειώ — όω, ΜΑ [στοιχεῑον] παθ. στοιχειοῡμαι, όομαι εφοδιάζομαι με ό,τι είναι απαραίτητο («τῷ φόβῳ τοῡ Κυρίου στοιχειούμενος», Μηναί.) μσν. 1. με μαγικές πράξεις αποτρέπω την επιβλαβή επίδραση διαφόρων ζώων ή όντων ή τά καθιστώ φύλακες ενός τόπου (α.… … Dictionary of Greek
ψυχανάλυση — Σύστημα μεθόδων για τη διερεύνηση της ψυχικής ζωής, που μελετούν την ασυνείδητη σημασία λόγων, πράξεων, προϊόντων της φαντασίας (ονείρων, παραληρημάτων) ενός υποκειμένου. Με τον όρο ψ. χαρακτηρίζεται επίσης η ψυχοθεραπευτική μέθοδος, που… … Dictionary of Greek
Αϊνού — Φυλή περίπου 20.000 ατόμων, που κατοικούν στα νησιά Χοκάιντο, Σαχαλίνη και Κουρίλες. Φυλετικά ανήκουν στους ευρωπίδες, δεν έχουν την πτυχή στα βλέφαρα, χαρακτηριστικό γνώρισμα της κίτρινης φυλής και έχουν έθιμα αρκετά πρωτόγονα, όταν συγκρίνονται … Dictionary of Greek
Βαβυλώνιοι — Αρχαίος λαός της πόλης Βαβυλώνας, αλλά και του νότιου τμήματος της Μεσοποταμίας, μεταξύ του Τίγρη και του Ευφράτη. Οι Β. αποτελούσαν τον νότιο κλάδο των σημιτικών πληθυσμών της Μεσοποταμίας και ξεχώριζαν από τους Ασσυρίους, οι οποίοι ήταν… … Dictionary of Greek
Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… … Dictionary of Greek
ՏԱՐՐԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0859 Chronological Sequence: Unknown date, 8c մ. στοιχειωδῶς per elementa, simpliciter. Նիւթապէս. զգալապէս. պարզապէս. մանրամասնաբար. Այսքանւոյ զարդուս եւ ընդ սորայն մասանց տարրաբար առ ամենայն գոյութիւն առաջի արկելոց. Նիւս. կազմ. ՟Դ:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)